ἐθισμοῦ

ἐθισμοῦ
ἐθισμός
accustoming
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μιθριδατισμός — (Ιατρ.). Ο εθισμός του οργανισμού σε μεταλλικές ή οργανικές τοξικές ουσίες, που προκαλείται με τη λήψη μικρών αρχικά δόσεων, οι οποίες σταδιακά αυξάνουν. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, ο οργανισμός του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… …   Dictionary of Greek

  • ξεσυνήθισμα — το απαλλαγή από μια συνήθεια, αποβολή ενός εθισμού …   Dictionary of Greek

  • τοξικομανία — Η συνήθεια ορισμένων ατόμων να επιζητούν τη χρήση ουσιών που προξενούν ευχάριστα συναισθήματα ή καταπραΰνουν τους πόνους (αιθέρας, όπιο, κοκαΐνη, χασίς κλπ.), οδηγούν όμως σε σοβαρές χρόνιες δηλητηριάσεις. Γρήγορα το άτομο καταλαμβάνεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”